- οδοντόφωνος
- -η, -ο1. αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών2. φρ. «οδοντόφωνα σύμφωνα»γραμμ. τα οδοντικά σύμφωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φωνος (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Μ. Παρανίκα].
Dictionary of Greek. 2013.