οδοντόφωνος

οδοντόφωνος
-η, -ο
1. αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών
2. φρ. «οδοντόφωνα σύμφωνα»
γραμμ. τα οδοντικά σύμφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φωνος (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Μ. Παρανίκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοπρόφερτος — η, ο αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια των δοντιών, αλλ. οδοντόφωνος ή οδοντικός: Οδοντοπρόφερτα σύμφωνα είναι τα τ, δ, θ, d …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”